σπαράσσομαι

σπαράσσομαι
σπαράσσω
tear
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διακναίω — (Α) [κναίω] 1. ξύνω, αφανίζω 2. καταστρέφω 3. (το παθ.) διακναίομαι α) σπαράσσομαι β) καταστρέφομαι …   Dictionary of Greek

  • σπαλύσσομαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπαράσσομαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί πιθ. από το θ. σπαλ τού τ. σπάλαθρον, κατά τα ρ. σε ύσσω (πρβλ. πομφολ ύσσω)] …   Dictionary of Greek

  • σπαράσσω — ΝΜΑ, και σπαράζω Ν, και αττ. τ. σπαράττω Α (ιδίως για σαρκοβόρο ζώο) κατασπαράζω, κατακομματιάζω, ξεσκίζω («σάρκας γεραιὰς ἐσπαρασσ ἀπ ὀστέων, Ευρ.) νεοελλ. μτφ. 1. (αμτβ.) αισθάνομαι βαθιά λύπη, μεγάλο ψυχικό πόνο 2. μέσ. σπαράζομαι δοκιμάζομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”